ομοκληρος

ομοκληρος
    ομόκληρος
    ομό-κληρος
    дор. ὁμόχλᾱρος 2
    имеющий равную долю, соучастник, сонаследник Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ομοκληρος" в других словарях:

  • ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοκλήροις — ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκληρον — ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοκληρία — ὁμοκληρία, ἡ (Α) [ομόκληρος] η από κοινού και εξίσου συμμετοχή σε περιουσία, το να έχει κάποιος όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία …   Dictionary of Greek

  • ομόκλαρος — ὁμόκλαρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος …   Dictionary of Greek

  • ὁμοκλάροις — ὁμοκλά̱ροις , ὁμόκληρος having an equal share masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόκλαρον — ὁμόκλᾱρον , ὁμόκληρος having an equal share masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»